- μούτρο
- binette
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μούτρο — το (Μ μοῡτρο και μοῡτρον) συν. στον πληθ. τα μούτρα το πρόσωπο, η όψη τού ανθρώπου, η μορφή, η φάτσα («πλύνε τα μούτρα σου») νεοελλ. 1. μτφ. α) ανήθικος άνθρωπος, κατεργάρης, φαύλος («είναι αυτός ένα μούτρο») β) δύστροπος 2. φρ. α) «με τί μούτρα… … Dictionary of Greek
μούτρο — το (λ. ιταλ.) 1. το πρόσωπο, η όψη του ανθρώπου. 2. φρ., «Πέφτω με τα μούτρα», προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις, αφοσιώνομαι σε κάτι· «Κάνω μούτρα», εκφράζω τη δυσαρέσκειά μου, θυμώνω, κατσουφιάζω· «Ξίνισε τα μούτρα του», εκδήλωσε δυσαρέσκεια με … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουτρώνω — [μούτρο] 1. κατεβάζω τα μούτρα μου, σκυθρωπάζω, γίνομαι κατηφής από δυσαρέσκεια, κατσουφιάζω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μουτρωμένος, η, ο κατσουφιασμένος, χολωμένος εξαιτίας έκδηλης δυσαρέσκειας («μάς ήρθε μουτρωμένος») … Dictionary of Greek
Ena Exypno Exypno Moutro — Ένα Έξυπνο Έξυπνο Μούτρο Directed by Andreas Andreakaki Written by Giannis Dalianidis Nikos Tsiforos Starring Vassilis Avlonitis Kostas Voutsas Nikos Rizos Nini J … Wikipedia
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей … Википедия
αλεπόμουτρο — το 1. το πρόσωπο τής αλεπούς 2. (για πρόσωπα) πονηρός, δόλιος, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + μούτρο] … Dictionary of Greek
αρκουδίσιος — α, ο 1. αυτός που προέρχεται από αρκούδα («αρκουδίσιο δέρμα») 2. εκείνος που ανήκει σε αρκούδα ή που τη θυμίζει («αρκουδίσιο μούτρο») … Dictionary of Greek
κακομούτρης — ο, θηλ. κακομούτρα, ουδ. κακομούτρικο αυτός που έχει άσχημη όψη, ασχημομούρης, ασχημοπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μούτρο] … Dictionary of Greek
μουσούδι — το (Μ μουσούδι[ν]) 1. ρύγχος ζώου 2. (σκωπτικά) πρόσωπο, μούτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. muso + υποκορ. κατάλ. ούδι(ν) (πρβλ. μουσ ίτσα)] … Dictionary of Greek
μουτράκι — το (με θωπευτική σημ.) μικρό μούτρο, μικρό και συμπαθητικό πρόσωπο … Dictionary of Greek